- Αυλών
- (-ώνος) ο г. Влёра, Валона;тж. Βλνώρα
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Αὐλών — hollow masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλών — hollow masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐλῶν' — Αὐλῶνα , Αὐλών hollow masc acc sg Αὐλῶνι , Αὐλών hollow masc dat sg Αὐλῶνε , Αὐλών hollow masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλῶν' — αὐλῶνα , αὐλών hollow masc acc sg αὐλῶνι , αὐλών hollow masc dat sg αὐλῶνε , αὐλών hollow masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αυλών — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 570 μ., 302 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται κοντά στα σύνορα με τον νομό Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αυλώνας. Ο Α. είναι παλαιό χωριό και οι κάτοικοί… … Dictionary of Greek
αὐλῶν — αὐλέω play on the flute pres part act masc nom sg (attic epic doric) αὐλή open court fem gen pl αὐλός pipe masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀύλων — ἄυλος immaterial masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αυλώνας και Αυλών — (αλβαν. Vlore). Πόλη (147.267 κάτ. το 2001) και λιμάνι της Ν Αλβανίας. Είναι χτισμένη γύρω στο ενάμισι μίλι μακριά από την παραλία όπου βρίσκεται το λιμάνι της, το καλύτερο και ασφαλέστερο λιμάνι της χώρας. Η πόλη παρουσιάζει γραφικότητα, χάρη… … Dictionary of Greek
Αὐλῶνα — Αὐλών hollow masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλῶνα — αὐλών hollow masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐλῶνας — Αὐλών hollow masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)